- ἔχιον
- ἔχιον, τό, ([etym.] ἔχις) a plant,A Echium plantagineum, Dsc.4.27 (echios Plin.HN25.104).II = ὠκιμοειδές, Dsc.4.28, Sch.Nic.Th.637.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔχιον — Echium plantagineum neut nom/voc/acc sg χάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) χάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
Ἐχίον — Ἐχίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔχιον — Ἔχιος masc acc sg Ἐχίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίοιο — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίου — ἔχιον Echium plantagineum neut gen sg χιόω mark with a imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίων — ἔχιον Echium plantagineum neut gen pl ἔχις viper masc gen pl (epic doric ionic aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) χιόω mark with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχια — ἔχιον Echium plantagineum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] … Dictionary of Greek
αλκιβιάδειον — ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) [Ἀλκιβιάδης] ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο … Dictionary of Greek
εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο … Dictionary of Greek